Αναπτύσσω, ή αξιοποιώ tweet stories σε εκτενέστερα μικροκείμενα

Στο δάσος υπάρχει ένα αλογάκι καφετί, χρόνια εγκαταλελειμμένο. Έτρεχε για να γλυτώσει και της έπεσε. Κάθε βράδυ τη φωνάζει.

(tweet story: Ιω. Γιαννακοπούλου, Tweet_Stories, www.openbook.gr)

Δημήτρης Γεωργίου, Β1

Το χειμώνα του 1943 οικογένειες εβραίων τρέχουν προς το δάσος για να σωθούν από τα γερμανικά στρατεύματα. Ανάμεσά τους ένα μικρό κορίτσι τρέχει για να προλάβει τους γονείς της. Στα χέρια της κρατάει ένα μικρό καφετί ξύλινο αλογάκι.

Ξαφνικά ακούγονται φωνές από παντού και εμφανίζονται Γερμανοί στρατιώτες που τους περικυκλώνουν. Το κοριτσάκι τρέχει να ξεφύγει λαχανιασμένο και κουρασμένο. Ένας Γερμανός στρατιώτης την αρπάζει μαζί με τη μητέρα της. Στο βάθος ακούγονται κραυγές και πυροβολισμοί.

Μαζί με τη μητέρα της βρίσκονται μέσα σε ένα φορτηγό που είναι στοιβαγμένες γυναίκες και παιδιά. Το κορίτσι αναζητά κλαίγοντας τον πατέρα της. Κοιτάζει τη μητέρα της δίπλα της που κλαίει σιωπηλά. Από το μυαλό της περνάει το αγαπημένο της αλογάκι που δεν κρατάει πια στα χέρια της.

Το φορτηγό ξεκινάει την πορεία του προς το γερμανικό στρατόπεδο.

Στο δάσος υπάρχει ένα αλογάκι καφετί, χρόνια εγκαταλελειμμένο. Έτρεχε για να γλυτώσει και της έπεσε. Κάθε βράδυ τη φωνάζει…

Χρήστος Βαρβερόπουλος, Β1

Καθώς το σπίτι τους τυλιγόταν αργά στις φλόγες, η μητέρα προσπαθούσε να βγάλει τα απολύτως απαραίτητα και τα πολύτιμα αντικείμενα έξω και η Μαριάννα προσπαθούσε να καθησυχάσει το μωρό που είχε ξυπνήσει και έκλαιγε γοερά. Όταν η μητέρα της της είπε να πάρει το μωρό για να φύγουν γρήγορα από εκεί, εκείνη το πήρε στην αγκαλιά της μαζί και ένα μικρό ξύλινο αλογάκι το οποίο της είχε δωρίσει ο πατέρας της όταν ήταν πολύ μικρή, και έφυγαν τρέχοντας από το σπίτι. Όπως έτρεχαν ανάμεσα από τα δέντρα που καίγονταν για να φτάσουν στον ποταμό και να σωθούν, το αλογάκι τής έπεσε από τα χέρια χωρίς να το καταλάβει σε ένα ξέφωτο περιτριγυρισμένο από καμένα δέντρα. Και για πολύ καιρό, το αλογάκι κάθε βράδυ την φωνάζει, και θα την φωνάζει για πολύ καιρό ακόμη. Ανοίγω το κουτί, βγαίνω και συναρμολογούμαι.

Κωνσταντίνος Αργυρόπουλος, B1

                                                                          Το καφέ άλογο

Η καθημερινότητα της Ιωάννας, όπως των περισσότερων άλλωστε στην παιδική μας ηλικία, ήταν αρκετά απλή. Ξυπνούσε το πρωί, πήγαινε στο σχολείο, γύριζε σπίτι, έτρωγε, έκανε γρήγορα τα μαθήματά της και μετά ξάπλωνε στο χαλί του δωματίου της όπου έπαιζε με τις ώρες. Το χαλί της ήταν ιδιαίτερο. Έμοιαζε με χάρτη, είχε βουνά, πεδιάδες, θάλασσα, ποτάμια και ένα μεγάλο δάσος. Κάθε φορά, η Ιωάννα έστηνε πάνω στις διάφορες περιοχές σπιτάκια από τουβλάκια και το παιχνίδι ξεκινούσε. Το σενάριο ήταν πάντοτε το ίδιο. Ο κακός κλέφτης που ζούσε στο βουνό κατέβαινε στο κοντινό χωριό και πηδώντας από σκεπή σε σκεπή, πέρναγε τα τείχη του κάστρου του βασιλιά. Από εκεί σκαρφάλωνε στον πύργο που ζούσε η πριγκίπισσα, η κόρη του βασιλιά, και της άρπαζε την διαμαντένια τιάρα όσο αυτή κοιμόταν. Τότε εκείνη ξυπνούσε, τον έβλεπε και φώναζε βοήθεια. Την άκουγε ο γενναίος ιππότης που προστάτευε τον βασιλιά και, μαζί με το δυνατό, καφέ άλογό του, έπαιρνε τον κλέφτη στον κυνήγι. Η δίωξη ξεκινούσε απ' το χωριό και συνεχιζόταν στον ποταμό με βάρκες και έπειτα στο δάσος. Εκεί όμως ο κλέφτης πάντα σκόνταφτε σ' ένα κλαδί ή σε μία πέτρα και το άλογο με τον ιππότη τον έπιαναν. Όποτε έπαιζε η Ιωάννα, ένιωθε πως μεταφερόταν στον κόσμο που έφτιαχνε, έβλεπε τους ήρωές της ή ακόμα και μιλούσε μαζί τους. Τους βοηθούσε πολλές φορές, το άλογο και τον ιππότη, λέγοντάς τους προς τα πού πήγε ο κλέφτης. Και τον κλέφτη προσπαθούσε να βοηθήσει πολλές φορές, ώστε να μην τον πιάσουν και το παιχνίδι να συνεχιστεί. Τον προειδοποιούσε για το ότι πρόκειται να πέσει. Αλλά αυτός ποτέ δεν την άκουγε, πίστευε πως ήθελε να τον εξαπατήσει για να τον πιάσουν. Ο ιππότης τελικά περηφανευόταν όταν τον πιάνανε και το άλογο παρακαλούσε την Ιωάννα και έλεγε: «Ξανά, ξανά, πάμε να ξαναπιάσουμε τον κλέφτη». Αλλά ήταν πια αργά και το κορίτσι έπρεπε να πέσει για ύπνο. Έτσι το παιχνίδι συνεχιζόταν αναγκαστικά στην φαντασία των ονείρων της.

Ώσπου ήρθε η Πρωτοχρονιά. Κανονικά τα όνειρά της θα είχαν πλημμυρίσει με τον Άγιο Βασίλη, αλλά δεν πλημμύρισαν, γιατί δεν είδε κάποιο όνειρο εκείνο το βράδυ. Δεν μπόρεσε να κοιμηθεί γενικά από την αγωνία. Κρατήθηκε μέχρι τις έξι και τριάντα επτά λεπτά. Δεν άντεξε άλλο, πετάχτηκε απ' το κρεβάτι και έτρεξε στην μητέρα της, η οποία φυσικά ακόμη κοιμόταν. «Μαμά, μαμά, ήρθε ο Αϊ-Βασίλης, ήρθε ο Αϊ-Βασίλης», φώναξε. Έπειτα κατευθύνθηκε στο σαλόνι, όπου βρήκε κάτω από το δέντρο ένα μεγάλο κουτί, τυλιγμένο με ροζ χαρτί περιτυλίγματος. Το άνοιξε, σκίζοντας με μανία το χαρτί, πετώντας το και στους τέσσερεις τοίχους του δωματίου. Ήταν ένα σπίτι. Μάλλον, ήταν μια έπαυλη, μεγάλη, πολύ μεγάλη, όπου ζούσε μια κούκλα. Η έπαυλη ήταν υπερσύγχρονη, είχε μπάνια, τηλεοράσεις, κουζίνα, τα πάντα. Η Ιωάννα πήρε το δώρο στην αγκαλιά της και το έφερε τρέχοντας στο δωμάτιό της. Τα άλλα της παιχνίδια βρίσκονταν στην άκρη και μόνο το άλογο παρακολουθούσε με την άκρη του ματιού του. Καθώς το παιδί άφησε το παιχνίδι απ' τα χέρια του, του φάνηκε σα να χάθηκε ο κόσμος του. Το βουνό ισοπεδώθηκε, το χωριό κατεδαφίστηκε, τα ποτάμια αποξηράνθηκαν και τα δέντρα του δάσους κόπηκαν, όλα αυτά για να χτιστεί αυτή η έπαυλη. Εκείνη τη μέρα η Ιωάννα δεν έπαιξε με το άλογο. Ούτε με κανένα άλλο παιχνίδι πέρα από την κούκλα και το σπίτι της. Τα έβαλε όλα στα κουτιά τους. Ήταν η πρώτη φορά εδώ και χρόνια που συνέβη κάτι τέτοιο. Και το άλογο, στριμωγμένο ανάμεσα στον βασιλιά και στον κλέφτη, στενοχωρήθηκε. Και ακόμη στενοχωριέται. Και κάθε βράδυ ακούει την Ιωάννα να γελά και, μάταια βέβαια, ελπίζει και φωνάζει: «Ξανά, ξανά, πάμε να ξαναπιάσουμε τον κλέφτη».

Ανοίγω το κουτί, βγαίνω και συναρμολογούμαι

(tweet story: Σύνθια, Tweet_Stories, www.openbook.gr)

Αλκμήνη Αμπαζή, Β1

Από τη μέρα που με πήραν από το εργοστάσιο και με παρέδωσαν στο μεγαλύτερο παιχνιδάδικο της γειτονίας, μόνο ένα πράγμα σκεφτόμουν. Λαχταρούσα με ανυπομονησία τη στιγμή που θα με αγόραζε κάποιο παιδάκι, θα άνοιγε το κουτί μου και θα ξεκινούσε γεμάτο ενθουσιασμό να με συναρμολογήσει. Το όνειρο κάθε παιχνιδιού! Μα ώρες πέρασαν πολλές κι οι ώρες γίνανε μέρες, οι μέρες βδομάδες κι εγώ ακόμα εκεί. Στο ίδιο μέρος, στο ίδιο ράφι. Τίποτα δεν άλλαξε. Εκατοντάδες κόσμος περνούε απ' το μαγαζί. Κάποιοι από αυτούς με κοιτούσαν και με προσπερνούσαν. Οι υπόλοιποι σταματούσαν μπροστά μου, με παρατηρούσαν προσεκτικά κι έπειτα από λίγα δευτερόλεπτα απόλυτης σιωπής σκύβαν πάνω απ' τα παιδιά τους, τους ψιθύριζαν «Δεν κάνει αυτό για σένα. Θα σου βρω άλλο, που θα είναι καλύτερο»' και ύστερα φεύγανε. Όποτε το άκουγα αυτό ήθελα να τσιρίξω. Να βγω απ' το κουτί και να πω σε όποιον με είχε μόλις προσβάλει έτσι, να μου δώσει μόνο μια ευκαιρία. Μια ευκαιρία μού ήταν αρκετή, για να μπορέσω να αποδείξω σε όλους ότι αξίζω και εγώ να αγοραστώ όπως ακριβώς και τα υπόλοιπα παιχνίδια γύρω μου. Μα και να φώναζα, κανείς δεν θα άκουγε. Συνεχίζω, λοιπόν, να στέκομαι στο ράφι μου και να ονειρεύομαι την στιγμή που θα με συναρμολογούν. Ώσπου μια μέρα, είδα ένα μικρό αγόρι να τρέχει κατά πάνω μου. Σταμάτησε ακριβώς μπροστά μου και με κοίταξε επίμονα. Τα μάτια του γυάλιζαν, έδειχνε ενθουσιασμένος. Με άρπαξε και άρχισε να τρέχει ξανά ψάχνοντας την μητέρα του. Μόλις την βρήκε, σταμάτησε και της είπε όλος χαρά: «Μαμά! Κοίτα! Θα αρέσει πολύ αυτό στον φίλο μου για τα γενέθλιά του». Η μητέρα του έγνεψε και άρχισαν κι οι δύο να κατευθύνονται προς το ταμείο, κρατώντας εμένα μέσα στο κουτί μου στα χέρια τους. Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Επιτέλους συνέβαινε! Με αγόρασαν, με πήγαν σπίτι τους και με τύλιξαν με ένα πολύχρωμο περιτύλιγμα. Ανυπομονούσα, όλο και πιο πολύ. Το όνειρο μου είχε σχεδόν πραγματοποιηθεί. Η νύχτα αυτή πέρασε πολύ αργά. Το επόμενο πρωί, το αγοράκι με πήρε ξανά στα χέρια του και ξεκίνησε για να με παραδώσει στον φίλο του. Όταν φτάσαμε δεν μπορούσα να κρατηθώ από την χαρά μου. Ο μικρός με άφησε έξω από την πόρτα, πάνω σε ένα χαλάκι, χτύπησε το κουδούνι και έφυγε. Λίγα δευτερόλεπτα μετά άνοιξε η πόρτα. Ένιωσα δύο χέρια να με σηκώνουν με δύναμη από το έδαφος και να ξετυλίγουν άγαρμπα το περιτύλιγμα. Ο νέος μου ιδιοκτήτης φαινόταν λίγο θυμωμένος. Μόλις πια είχε αφαιρέσει όλο το περιτύλιγμα και με αντίκρισε, είδα το πρόσωπό του καθαρά. Δεν φαινόταν θυμωμένος πλέον. Ήταν απογοητευμένος. Με κοίταξε καλά και είπε δυσανασχετώντας: «Άλλο ένα άχρηστο δώρο». Άνοιξε την πόρτα ενός μικρού δωματίου και με πέταξε μέσα. Ένιωσα τη θλίψη να διαπερνά σε κάθε ασυναρμολόγητο κομμάτι μου. Πληγωμένος περισσότερο από ποτέ είπα στον εαυτό μου: «Έως εδώ!».

Και τότε το πήρα απόφαση. Ανοίγω το κουτί, βγαίνω και συναρμολογούμαι.

Μαριτίνα Βασιλάκου, Β1

Ο ήλιος ανατέλλει. Αρχίζει η μέρα. Βουρτσίζω τα δόντια μου, σκουπίζω το διαμέρισμά μου, βγάζω τον σκύλο μου βόλτα. Χαιρετώ την κυρία με το γκρι καπέλο. Ποτέ δεν προσπάθησα να μάθω το όνομά της. Πηγαίνω και γυρνάω από την δουλειά μου. Κοιμάμαι. Κάθε μέρα το ίδιο, ξανά και ξανά και ξανά.

Στην αρχή δεν με πείραζε, ήμουν ευχαριστημένη με την ρουτίνα, σαν κάποιος να με είχε προγραμματίσει να με ολοκληρώνει αυτή η επανάληψη. Σταδιακά όμως τα συναισθήματα μου και οι σκέψεις μου δεν συγκρατούνταν έτσι οργανωμένα σε κουτάκια, τα έσπαγαν οργισμένα και χύνονταν στην ζωή μου. Σφυρίζουν ακόμη σαν ένας πυκνός, ασφυκτικός χείμαρρος, με ενοχλούν σαν τα κόκκινα αγριολούλουδα στο κατάλευκο δωμάτιο ενός νοσοκομείου, των οποίων οι γλώσσες και τα χρώματα με δυσκολεύουν στην αναπνοή. Κάθε μέρα με καταπίνουν όλο και περισσότερο, αλλά αυτός ο πνιγμός είναι απελευθερωτικός.

Ο ήλιος ανατέλλει ξανά. Ανοίγω το κουτί, βγαίνω και συναρμολογούμαι. Αυτή τη φορά δεν προλαβαίνω να βουρτσίσω τα δόντια μου. Μία τεράστια δαγκάνα με πιάνει από το κεφάλι και με σηκώνει, αρχίζοντας το αργό της ταξίδι προς έναν άγνωστο προορισμό. Μία βαριά μεταλλική φωνή αναγγέλλει: Καταστροφή μοντέλου ρομπότ #278, Απρογραμμάτιστο συναισθηματικό περιεχόμενο. Κοιτάζω με περιέργεια κάτω μου και βλέπω αμέτρητους ανθρώπους να ζουν την ζωή που θεωρούσα δική μου. Τι ειρωνικό!

Η δαγκάνα φτάνει πάνω από έναν λάκκο με φωτιά. Οι πύρινες φλόγες πετάγονται σαν σαΐτες, σκαρφαλώνουν στα τοιχώματα του λάκκου για να με φτάσουν. Τις κοιτάω άφοβα και νιώθω την δαγκάνα να με ελευθερώνει.

Λιώνω όμως με ένα χαμόγελο. Ιδού, βρήκα το νόημα της ζωής κι ας μην είναι αυθεντικό, λύτρωσα τον εαυτό μου από αυτό το ερώτημα πριν καταφέρει ο θάνατος να το κάνει! Το γκρι καπέλο της γειτόνισσάς μου είναι το τελευταίο πράγμα που βλέπω.

Δάφνη Βαμβακά, Β1

Δεν ξέρω πόσο καιρό έχω να αναπνεύσω καθαρό αέρα και να επικοινωνήσω με κάποιον φίλο μου. Όλα γύρω μου είναι σκοτεινά, κι αυτό με φοβίζει. Δεν ακούω τίποτα, δεν βλέπω τίποτα… Υποθέτω πως η Νικολέτα θα με τοποθέτησε στο κουτί των παιχνιδιών που πλέον δεν την εμπνέουν να παίξει μαζί τους. Στεναχωριέμαι γι αυτό…

Για να καταλάβετε περισσότερα πράγματα για μένα πρέπει να συστηθώ. Είμαι η Μπέλλα, η αγαπημένη κούκλα της Νικολέτας. Δηλαδή ήμουν η αγαπημένη της κούκλα… Εκείνη πλέον πρέπει να είναι γύρω στα εφτά και μένει μαζί με τους γονείς της σε αυτό το υπέροχο σπίτι. Συνεχίζαμε να είμαστε συνέχεια μαζί, στο σχολείο, στους γιατρούς, στα πάρτι, ακόμα και στα εστιατόρια. Μ άλλα λόγια ήμουν η καλύτερή της φίλη. Πάντα μου έλεγε τα προβλήματά της και όταν ήταν στεναχωρημένη έκλαιγε έχοντάς με στην αγκαλιά της. Κάθε Κυριακή που είχε χρόνο με φρόντιζε. Μου έκανε μπάνιο, με χτένιζε, μου άλλαζε ρούχα και μετά μου έφτιαχνε τσάι να πιω.

Όμως, ένα μεσημέρι η Νικολέτα ήταν πολύ χαρούμενη και ενθουσιασμένη, γιατί η μητέρα της της είχε αγοράσει μια νέα κούκλα. Ήταν πολύ όμορφη, ξανθιά με γαλάζια μάτια και φαίνεται να είχαν δεθεί πολύ. Όμως, το χειρότερο από όλα δεν ήταν αυτό αλλά ότι την είχε ονομάσει και αυτή Μπέλα και κάνανε ακριβώς τα ίδια πράγματα που έκανε με εμένα! Μετά από λίγο καιρό, πήρε την απόφαση να με βάλει σε αυτό το καταραμένο κουτί μαζί με τα υπόλοιπα παλιά της παιχνίδια.

Γι αυτό και βρίσκομαι εδώ… Φαίνεται πως πλέον είμαι ασήμαντη γι' αυτήν και μάλλον φταίω εγώ γι' αυτό. Όμως, είμαι πολύ τυχερή που τη γνώρισα γιατί μου χάρισε πολύτιμες και αξέχαστες στιγμές! Θα ήθελα πολύ να τη δω μια τελευταία φορά για να την ευχαριστήσω για το χρόνο και το ενδιαφέρον που αφιέρωσε σε μένα.

Αποστόλης Γεωργιόπουλος, Β1

Το μικρό αγόρι εκείνο το βράδυ ήταν λυπημένο και δεν είχε ύπνο. Οι γονείς του για τιμωρία του είχαν στερήσει το αγαπημένο του παιχνίδι – ένα συναρμολογούμενο ρομπότ. Η πιο αγαπημένη του απασχόληση ήταν όταν έπαιρνε στα χέρια του το κουτί με τα μικρά κομματάκια, τα ένωνε προσεχτικά μεταξύ τους, έστηνε το ρομποτάκι του κι έπαιζε μαζί του για ώρες. Δάκρυα άρχισαν να πέφτουν στο πρόσωπό του. Και τότε είδε κάτι απίστευτο! Το ρομπότ ήταν εκεί μπροστά του και του μιλούσε. «Γεια σου ! Τι με κοιτάζεις έτσι; Δεν το ήξερες; Κάθε βράδυ, ανοίγω το κουτί, βγαίνω και συναρμολογούμαι!» του είπε. Το παιδί το κοιτούσε άφωνο. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά. Άπλωσε το χέρι του να πιάσει το ρομπότ. Τότε εκείνο διαλύθηκε και τα κομμάτια του σκορπίστηκαν στο πάτωμα.

© 2023-2024 2ο Πρότυπο Γυμνάσιο Αθηνών
Υλοποιήθηκε από τη Webnode Cookies
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε