Συμπλήρωση-Ανάπτυξη κειμένων

Συμμετέχω στην αφήγηση – Συμπληρώνω – Αναπτύσσω

Τα παιδιά παρεμβαίνουν στην ελλειπτική μορφή της αφήγησης συμπληρώνοντας ή/και αναπτύσσοντας τα κείμενα.

Εισαγωγικά δίνεται η ανάπτυξη του μικροκειμένου του Χέμινγουέη από την Ηρώ Νικοπούλου, η οποία διαβάστηκε στα παιδιά στην αρχή της δραστηριότητας.

Οι παρεμβάσεις των παιδιών σημειώνονται με μαύρα στοιχεία στο σώμα του πρωτότυπου κειμένου.

Έρνεστ Χέμινγουεϊ

Προς πώληση: Βρεφικά παπούτσια, εντελώς αφόρετα.
Προς πώληση: Βρεφικά παπούτσια, εντελώς αφόρετα.

ρ Νικοπούλου

Τ δρα (2014)

 Η ΠΩΛΙΝ ΦΑΪΦΕΡ ΤΑΚΤΟΠΟΙΗΣΕ μὲ δυ­σκο­λί­α τὸ τε­λευ­ταῖ­ο προ­σώ­ρας δῶ­ρο στὸ μι­κρὸ ἀ­πο­θη­κά­κι κά­τω ἀ­πὸ τὴ σκά­λα. Ἔ­κλει­σε τὴν πόρ­τα μὲ δυ­σκο­λί­α καὶ ξε­φύ­ση­ξε λα­χα­νι­α­σμέ­νη. Δὲν εἶ­χε ἀ­παλ­λα­γεῖ ἀ­κό­μα ἀ­π' ὅ­λα τὰ πε­ριτ­τὰ κι­λὰ τῆς ἐγ­κυ­μο­σύ­νης. Εἶ­χε ἀρ­χί­σει νὰ στέλ­νει ξα­νὰ τὶς ἀν­τα­πο­κρί­σεις της στὸ Vanity Fair, ἀλ­λὰ δὲν τολ­μοῦ­σε νὰ πε­ρά­σει ἀ­πὸ τὰ γρα­φεῖ­α πρὶν ἀ­πο­κα­τα­στα­θεῖ ἐν­τε­λῶς ἡ σι­λου­έ­τα της. Ἴ­σι­ω­σε τὴ ρα­φὴ στὶς κάλ­τσες της καὶ ἐ­πέ­στρε­ψε χα­μο­γε­λών­τας στὸ σα­λό­νι. Ὁ εὔ­θυ­μος ἦ­χος τοῦ κου­δου­νιοῦ τῆς ἐ­ξώ­πορ­τας ἀ­νάγ­γελ­λε δια­ρκῶς και­νούρ­γιους ἐ­πι­σκέ­πτες. Ἡ οἰ­κια­κὴ βο­η­θὸς ἔ­τρε­χε ν' ἀ­νοί­ξει, πα­ρα­λάμ­βα­νε κα­πέ­λα, παλ­τὰ καὶ δῶ­ρα γιὰ τὸν φρε­σκο­βα­φτι­σμέ­νο Πά­τρικ καὶ τὰ στοί­βα­ζε στὸ πί­σω μέ­ρος τοῦ λι­βιν­γκρούμ. Τὴν ἑ­πο­μέ­νη, ὅ­ταν ἡ Πω­λὶν ξε­κί­νη­σε ν' ἀ­νοί­γει τὰ δῶ­ρα, τὴν πε­ρί­με­νε μιὰ πα­ρά­ξε­νη ἔκ­πλη­ξη. Σχε­δὸν ἕ­να πα­ρὰ ἕ­να τὰ πέν­τε πρῶ­τα κου­τιὰ ἀ­πο­κά­λυ­πταν μι­κρο­σκο­πι­κὰ πα­που­τσά­κια σὲ δι­ά­φο­ρα σχέ­δια καὶ χρώ­μα­τα. Ἡ Πω­λὶν ἔ­βα­λε ἕ­να δί­σκο στὸ πι­κάπ, ἕ­να τζὶν τό­νικ μὲ πά­γο καὶ φώ­να­ξε τὸν ἄν­τρα της. Συ­νέ­χι­σαν μα­ζὶ τὸ ἄ­νοιγ­μα καὶ με­τὰ τὸ τέ­ταρ­το ζευ­γά­ρι ἄρ­χι­σαν γε­λών­τας τὰ στοι­χή­μα­τα. Στὸ τέ­λος οἱ κα­τά­πλη­κτοι γο­νεῖς μέ­τρη­σαν συ­νο­λι­κὰ δώ­δε­κα ζευ­γά­ρια πα­που­τσά­κια στὸ ἴ­διο ἀ­κρι­βῶς νού­με­ρο γιὰ τὸ βλα­στά­ρι τους, ποὺ σὰν νὰ κα­τά­λα­βε πε­ρὶ τί­νος ἐ­πρό­κει­το τοὺς πλη­σί­α­σε μπου­σου­λών­τας μὲ τα­χύ­τη­τα. Γιὰ μιὰ στιγ­μὴ κοι­τά­χτη­καν οἱ τρεῖς τους κα­τά­μα­τα. Με­τὰ ἀ­πὸ ἕ­να ἀ­κό­μα ξέ­σπα­σμα γέ­λιου μέ­χρι δα­κρύ­ων, ἡ Πω­λὶν εἶ­πε πὼς ἀ­πο­κλεί­ε­ται νὰ τὰ χρη­σι­μο­ποι­ή­σουν ὅ­λα, για­τὶ τὰ πο­δα­ρά­κια τῶν παι­δι­ῶν με­γα­λώ­νουν πιὸ γρή­γο­ρα κι ἀ­πὸ τὰ δρο­σε­ρὰ ρα­πα­νά­κια τοῦ κή­που τους. Τὸ πο­λὺ ποὺ θὰ χρει­α­ζό­ταν ὁ μι­κρὸς σ' αὐ­τὸ τὸ νού­με­ρο ἦ­ταν δύo-τρί­α ζευ­γά­ρια· «καὶ τὰ ὑ­πό­λοι­πα;…» ἀ­να­ρω­τή­θη­κε ξα­να­βά­ζον­τάς τα μη­χα­νι­κὰ μέ­σα στὰ κου­τιά, «ἂν ἤ­μουν του­λά­χι­στον μέ­λος σὲ φι­λαν­θρω­πι­κὴ ὀρ­γά­νω­ση γιὰ παι­διά, θὰ πι­ά­να­νε τό­πο», μουρ­μού­ρι­σε, «οἱ ἄ­νερ­γοι ὅ­μως τῆς λέ­σχης μας τί νὰ τὰ κά­νουν;». «Πο­λὺ ἁ­πλό» εἶ­πε ὁ ἄν­τρας της παίρ­νον­τας κά­ποι­α κου­τιὰ στὴν ἀγ­κα­λιὰ του κα­θὼς ἔ­βγαι­νε ἀ­πὸ τὸ δω­μά­τιο, «θὰ τὰ που­λή­σου­με καὶ θὰ δώ­σου­με τὰ χρή­μα­τα στὸ σύλ­λο­γο…». Ἡ Πω­λὶν ἀ­φοῦ κρά­τη­σε στὴν ἄ­κρη τρί­α ζευ­γά­ρια ἔ­κλει­σε καὶ τὸ τε­λευ­ταῖ­ο κου­τὶ φω­νά­ζον­τας, «ἐν­τά­ξει, καὶ πῶς θὰ τὸ κά­νου­με;…» «Μὲ μιὰ ἀγ­γε­λί­α στὴν ἐ­φη­με­ρί­δα» ἀ­κού­στη­κε ἡ φω­νὴ του ὑ­πό­κω­φη κά­τω ἀ­π' τὴ σκά­λα. «Καὶ τί θὰ λέ­με, δη­λα­δή…» ξα­να­φώ­να­ξε, δαγ­κώ­νον­τας ἤ­δη ἕ­να μο­λύ­βι. «Ἁ­πλού­στα­το… Γρά­φεις;…» «Ἀ­κού­ω…:»

«Γιὰ πού­λη­μα: βρεφι­κὰ πα­πού­τσια, ἐν­τε­λῶς ἀ­φό­ρε­τα.»

                                         (Ιστορίες Μπονζάι, https://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com)

Μια διαφορετική ανάπτυξη: Έλενα Σταθοπούλου, Γ4

Η γυναίκα μου μόλις είχε μείνει έγκυος. Είχαμε βρεθεί πολλές φορές σε αυτή τη διαδικασία μετά το χαμό του πρώτου μας παιδιού λίγα λεπτά μετά τη γέννησή του, αλλά κάθε φορά γινόταν το ίδιο σαν ρουτίνα. Μετά από κάποιες εβδομάδες η προσπάθειά μας αποτύχαινε. Θυμάμαι ήταν Παρασκευή όταν μου τηλεφώνησε με έκπληξη και μια δόση αγωνίας στη φωνή της. Μου είπε ότι τελικά η πρόβλεψή της ήταν σωστή και πως ήταν πάλι έγκυος. Πήγα αμέσως σπίτι και έκλαιγα από συγκίνηση. Πήγαμε στον γυναικολόγο για να βεβαιωθούμε κάποιες μέρες μετά. Η Μαρία ήταν αποφασισμένη πως δεν ήθελε να συνεχίσει την εγκυμοσύνη από φόβο, αλλά ήμουν αμετάπειστος. Ήταν ευλογία και θέλημα θεού ταυτόχρονα. Μετά από πολλά επιχειρήματα και διαπραγματεύσεις αποφασίσαμε να κρατήσουμε το παιδί. Μετά από εννιά δύσκολους μήνες μέσα σε νοσοκομεία είμαστε εδώ και οι τρεις μας. Είναι η μεγάλη μέρα. Ώρες περίμενα έξω από το δωμάτιο μέχρι που με φώναξαν. Μπήκα και είδα τον πανέμορφο γιο μου να κλαίει. Συγκινήθηκα. Τρεις μέρες μετά πήγαμε σπίτι μας. Πέρασε ένας χρόνος με γέλια, κλάματα και χαρές. Μια μέρα εντελώς ξαφνικά ένας εκκωφαντικός θόρυβος σαν έκρηξη ακούστηκε και το παράθυρο της μπαλκονόπορτας έσπασε και έπεσε ακριβώς δίπλα μας όπως καθόμασταν στον καναπέ του σαλονιού μας. Μόλις συνήλθαμε από το σοκ ενός ατυχήματος που θα μπορούσε να ήταν μοιραίο, πήγα στο ντουλάπι να πάρω τα εργαλεία, τα οποία είχα πολύ καιρό να χρησιμοποιήσω, όταν παρατήρησα κάτι άσπρο να φαίνεται μέσα στο ντουλάπι. Ήταν τα κατάλευκα βρεφικά παπούτσια που είχα αγοράσει για το πρώτο μας παιδί… Ήξερα ότι δεν θα κάνουν στο μωρό μας, διότι το νούμερο ήταν πια πολύ μικρό γι' αυτό. Ήξερα πως ανήκαν σε έναν «άγγελο» που δεν έχει την ανάγκη παπουτσιών, οπότε δημοσίευσα μια αγγελία: «Προς πώληση: Βρεφικά παπούτσια εντελώς αφόρετα.»

Χόρχε Λουίς Μπόρχ

Παρεμβάσεις: Αποστόλης Γεωργιόπουλος, Β1

Παραβολή
Παραβολή

Κάποτε, ένας άνθρωπος βρέθηκε σε μια ξένη πολιτεία και τα βήματά του τον έφεραν να περιπλανιέται στο νεκροταφείο της. Είχε ακούσει γενικά από πολλούς κάποιες φήμες σχετικά με την ιδιαίτερη σχέση των ανθρώπων εκεί με τη φιλία. Έτσι, λοιπόν, καθώς εξερευνούσε τη μυστηριώδη πόλη, του τράβηξε την προσοχή το νεκροταφείο της, το οποίο δεν έμοιαζε καθόλου με τα συνηθισμένα. Γρήγορα σταμάτησε να προσέχει τα ονόματα πάνω στους τάφους (που, έτσι κι αλλιώς, δεν του έλεγαν τίποτα) και συγκεντρώθηκε στις χρονολογίες. Διάβασε, λοιπόν, στον πρώτο τάφο: 1836- 1841. Προχώρησε στον δεύτερο: 1840 – 1849. Στον τρίτο: 1850 – 1855. Γύρισε όλο το νεκροταφείο, διαπιστώνοντας με όλο και πιο μεγάλη φρίκη και έκπληξη πως δεν υπήρχε ούτε ένας που να έχει πεθάνει πάνω από 15-16 ετών. Προσπαθούσε να καταλάβει γιατί συνέβαινε αυτό, αλλά όσες σκέψεις και να έκανε δεν μπορούσε να καταλήξει κάπου. Έτρεξε στον γέρο φύλακα του νεκροταφείου και τον ρώτησε: «Μα τι συμβαίνει στον τόπο σας; Όλοι πεθαίνουν παιδιά;»

Ο γέρος κούνησε το κεφάλι με κατανόηση: «Ξέρετε, εδώ δεν γράφουμε πάνω στους τάφους τις χρονολογίες γέννησης και θανάτου, αλλά τον χρόνο που διαρκεί μια φιλία …»

Σοκαρισμένος και σιωπηλός αποχώρησε από εκείνο το περίεργο μέρος που όμως του έμεινε αξέχαστο.

(Χόρχε Λουίς Μπόρχες - Αντόλφο Μπιόι Κασάρες, Σύντομες και παράξενες ιστορίες, μτφρ. Δημήτρης Καλοκύρης - Αχιλλέας Κυριακίδης, ύψιλον, Αθήνα 1988)

Μαρκ Τουέην

Παρεμβάσεις: Κατερίνα Ανυσίου, Β1

Το κόκκινο μήλο
Το κόκκινο μήλο

Κάποτε, όταν είμαστε εννιά χρόνων, [ο Νίκι] έκανε ένα θέλημα για το μανάβη και περπάτησε κάπου δυο μίλια, κι εκείνος του 'δωσε ένα τραγανιστό μεγάλο μήλο για να τον ανταμείψει, κι έτρεχε σπίτι του με το μήλο στο χέρι, έχοντας χάσει σχεδόν τα λογικά του από την έκπληξη και τη χαράּ τον συνάντησα, και μ' άφησε να το κοιτάξω, δίχως να βάλει κακό με το νου του, κι εγώ του το πήρα και το 'βαλα στα πόδια, τρώγοντάς το καθώς έτρεχα, κι εκείνος να με ακολουθεί και να με παρακαλάει. Όταν μ' έφτασε, του πρόσφερα το κοτσάνι, γιατί δεν είχε μείνει τίποτ' άλλο. Και γέλασα. Τότε εκείνος στράφηκε στο πλάι κλαίγοντας, κι είπε ότι σκόπευε να το δώσει στην αδερφούλα του. Αυτό με πλήγωσε, γιατί είχε αρρωστήσει και τώρα βρισκόταν πάνω στην ανάρρωση, και θα 'ταν τόσο περήφανος να δει τη χαρά και την έκπληξή της και να δεχτεί τα χάδια της. Μα ντράπηκα να πω ότι ντρεπόμουν, κι είπα μόνο κάτι σκληρό και μοχθηρό, για να παραστήσω ότι δε μ' ένοιαζε: Του είπα πως καλά να πάθει αφού δεν είχε αρκετά λεφτά για να αγοράσει άλλο και πως έτσι η αδερφή του θα καταλάβαινε πόσο άχρηστος ήταν. Δεν απάντησε με λέξεις, αλλά μια πληγωμένη έκφραση ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του καθώς έκανε μεταβολή και ξεκίνησε για το σπίτι του. Από τότε δεν ξαναείδα ούτε αυτόν ούτε την αδερφή του. Η αδερφή του μάλιστα δύο μέρες μετά πέθανε και μου άφησε μια χρόνια κληρονομιά, την έκφραση του Νίκι όταν είδε το φαγωμένο μήλο, και τις τύψεις που με κυνηγάν ακόμα. Αυτή την έβλεπα μπροστά μου πολλές φορές τα κατοπινά χρόνια, τη νύχτα, με κατέκρινε και μ' έκανε πάλι να ντρέπομαι. Σε λίγο είχε πια θαμπώσει στο μυαλό μου κι έπειτα εξαφανίστηκε. Αλλά ξαναγύρισε τώρα, και δεν ήταν καθόλου θαμπή, όταν ο παλιός αυτός φίλος μου χτύπησε την πόρτα και μου θύμισε το παλιό αμάρτημά μου.

Παρεμβάσεις: Αποστόλης Γεωργιόπουλος, Β1

Κάποτε, όταν είμαστε εννιά χρόνων, [ο Νίκι] έκανε ένα θέλημα για το μανάβη και περπάτησε κάπου δυο μίλια, κι εκείνος του 'δωσε ένα τραγανιστό μεγάλο μήλο για να τον ανταμείψει, κι έτρεχε σπίτι του με το μήλο στο χέρι, έχοντας χάσει σχεδόν τα λογικά του από την έκπληξη και τη χαράּτον συνάντησα, και μ' άφησε να το κοιτάξω, δίχως να βάλει κακό με το νου του, κι εγώ του το πήρα και το 'βαλα στα πόδια, τρώγοντάς το καθώς έτρεχα, κι εκείνος να με ακολουθεί και να με παρακαλάει. Όταν μ' έφτασε, του πρόσφερα το κοτσάνι, γιατί δεν είχε μείνει τίποτ' άλλο. Και γέλασα. Δεν ξέρω τι έπαθα εκείνη την ημέρα. Μάλλον ζήλεψα τον φίλο μου που ήταν τόσο ικανός και μπόρεσε με την αξία του να κερδίσει αυτό το λαχταριστό μήλο! Πραγματικά θα' θελα να 'μουν στη θέση του ! Εκείνη την ώρα δεν υπολόγισα τίποτα … ούτε τη φιλία μου με τον Νίκι ούτε νοιάστηκα για το αν θα τον στεναχωρούσα – κι ας ήταν μαζί μου πάντα τόσο καλός … κι ας ήξερα πως ήταν ευαίσθητος… Μόνο η κακία κι ο εγωισμός υπήρχαν μέσα μου εκείνη τη στιγμή. Τότε εκείνος στράφηκε στο πλάι κλαίγοντας, κι είπε ότι σκόπευε να το δώσει στην αδερφούλα του. Αυτό με πλήγωσε, γιατί είχε αρρωστήσει και τώρα βρισκόταν πάνω στην ανάρρωση, και θα 'ταν τόσο περήφανος να δει τη χαρά και την έκπληξή της και να δεχτεί τα χάδια της. Μα ντράπηκα να πω ότι ντρεπόμουν, κι είπα μόνο κάτι σκληρό και μοχθηρό, για να παραστήσω ότι δε μ' ένοιαζε: «Άσε με ήσυχο ! Έτσι ήθελα και το 'φαγα και αδιαφορώ πού θα το έδινες!» του είπα. Και δεν απάντησε με λέξεις, αλλά μια πληγωμένη έκφραση ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του καθώς έκανε μεταβολή και ξεκίνησε για το σπίτι του. Δεν του ζήτησα συγγνώμη. Αυτό δε θα το συγχωρήσω ποτέ στον εαυτό μου ! Είχα καταλάβει το λάθος μου όμως δεν είχα τη δύναμη να το παραδεχτώ. Ήμουν πολύ εγωιστής και δειλός. Κι αυτή την έβλεπα μπροστά μου πολλές φορές τα κατοπινά χρόνια, τη νύχτα, με κατέκρινε και μ' έκανε πάλι να ντρέπομαι. Σε λίγο είχε πια θαμπώσει στο μυαλό μου κι έπειτα εξαφανίστηκε. Αλλά ξαναγύρισε τώρα, και δεν ήταν καθόλου θαμπή. Οι τύψεις γι' αυτό που είχα κάνει με βασάνιζαν.

(Ο μυστηριώδης ξένος (1916) μτφρ. Ρένα Χατχουτ, εκδόσεις «Γράμματα» 1997)

Άντον Τσέχωφ

Παρεμβάσεις: Αποστόλης Γεωργιόπουλος, Β1

Ένας αριθμός
Ένας αριθμός

Τις προάλλες φώναξα στο γραφείο μου τη δεσποινίδα Ιουλία, τη δασκάλα των παιδιών. Έπρεπε να της δώσω το μισθό της.

- Κάθισε να κάνουμε το λογαριασμό, της είπα. Θα 'χεις ανάγκη από χρήματα και συ ντρέπεσαι να ανοίξεις το στόμα σου... Λοιπόν... Συμφωνήσαμε για τριάντα ρούβλια το μήνα...

Η Ιουλία, αφού στραβοκατάπιε, απάντησε σιγανά:

- Για σαράντα.

- Όχι, για τριάντα, το έχω σημειώσει. Περίμενα να αντιδράσει όμως εκείνη με κοιτούσε αμίλητη κι έτσι συνέχισα. Εγώ πάντοτε τριάντα ρούβλια δίνω στις δασκάλες... Λοιπόν, έχεις δύο μήνες εδώ...

- Δύο μήνες και πέντε μέρες...

- Δύο μήνες ακριβώς... Το 'χω σημειώσει... Λοιπόν, έχουμε εξήντα ρούβλια. Πρέπει να βγάλουμε εννιά Κυριακές... δε δουλεύετε τις Κυριακές. Πηγαίνετε περίπατο με τα παιδιά. Έπειτα έχουμε τρεις γιορτές...

Εκείνη τη στιγμή με εξέπληξε δυσάρεστα καθώς εξακολουθούσε να δέχεται αδιαμαρτύρητα όλα αυτά που της είχα πει μέχρι τότε.

Η Ιουλία έγινε κατακόκκινη και άρχισε να τσαλακώνει νευρικά την άκρη του φουστανιού της, μα δεν είπε λέξη.

- Τρεις γιορτές... μας κάνουν δώδεκα ρούβλια το μήνα... Ο Κόλιας ήταν άρρωστος τέσσερις μέρες και δεν του έκανες μάθημα... Μονάχα με τη Βαρβάρα ασχολήθηκες... Τρεις μέρες είχες πονόδοντο και η γυναίκα μου σου είπε να αναπαυτείς μετά το φαγητό... Δώδεκα και εφτά δεκαεννιά. Αφαιρούμε, μας μένουν... Χμ! σαράντα ένα ρούβλια... Σωστά;

Το αριστερό μάτι της Ιουλίας έγινε κατακκόκινο και νότισε. Άρχισε να τρέμει το σαγόνι της. Την έπιασε ένας νευρικός βήχας, έβαλε το μαντίλι στη μύτη της, μα δεν έβγαλε άχνα.

- Την παραμονή της πρωτοχρονιάς έσπασες ένα φλιτζάνι του τσαγιού με το πιατάκι του... Βγάζουμε δύο ρούβλια... Το φλιτζάνι κάνει ακριβότερα γιατί είναι οικογενειακό κειμήλιο, μα δεν πειράζει... Τόσο το χειρότερο! Προχωρούμε! (Με το που το είπα αυτό διέκρινα στο βλέμμα της πως θεωρούσε ότι την ειρωνευόμουν.) Μια μέρα δεν πρόσεξες τον Κόλια, ανέβηκε ο μικρός στο δέντρο και έσκισε το σακάκι του... Βγάζουμε άλλα δέκα ρούβλια... Άλλη μια μέρα που δεν πρόσεχες, έκλεψε μια καμαριέρα τα μποτάκια της Βαρβάρας. Πρέπει να 'χεις τα μάτια σου τέσσερα, γι' αυτό σε πληρώνουμε... Λοιπόν, βγάζουμε άλλα πέντε ρούβλια. Στις δέκα του Γενάρη σε δάνεισα δέκα ρούβλια...

- Όχι, δεν έγινε τέτοιο πράμα. μουρμούρισε η Ιουλία.

- Το 'χω σημειώσει!

- Καλά...

- Βγάζουμε είκοσι επτά ρούβλια, μας μένουν δεκατέσσερα.

Τα μάτια της Ιουλίας γέμισαν δάκρυα. Κόμποι ιδρώτα γυάλιζαν πάνω στη μύτη της. Κακόμοιρο κορίτσι!

- Μα εγώ μια φορά μονάχα δανείστηκα χρήματα. Μονάχα τρία ρούβλια, από την κυρία, μουρμούρισε η Ιουλία και η φωνή της έτρεμε... Αυτά είναι όλα όλα που δανείστηκα.

- Μπα; Και γω δεν τα είχα σημειώσει αυτά. Λοιπόν, δεκατέσσερα έξω τρία, μας μένουν έντεκα. Πάρε τα χρήματά σου, αγαπητή μου! Τρία... τρία, τρία... ένα και ένα... Πάρ' τα...

Και της έδωσα έντεκα ρούβλια. Τα πήρε με τρεμουλιαστά δάχτυλα και τα έβαλε στην τσέπη της.

- Ευχαριστώ, ψιθύρισε.

Πετάχτηκα ορθός και άρχισα να βηματίζω πέρα δώθε στο γραφείο. Με έπιασαν τα δαιμόνια μου.

- Και γιατί με ευχαριστείς;

- Για τα χρήματα.

- Μα, διάολε, εγώ σε έκλεψα, σε λήστεψα! Και μου λες κι ευχαριστώ;

- Οι άλλοι δε μου 'διναν τίποτα!...

- Δε σου 'διναν τίποτα. Φυσικά! Σου έκανα μια φάρσα για να σου γίνει σκληρό μάθημα. Πάρε τα ογδόντα σου ρούβλια! Τα είχα έτοιμα στο φάκελο! Μα γιατί δε φωνάζεις για το δίκιο σου; Γιατί στέκεσαι έτσι σαν χαζή; Μπορείς να ζήσεις σ' αυτό τον κόσμο αν δεν πατήσεις λίγο πόδι, αν δε δείξεις τα δόντια σου; Γιατί είσαι άβουλη;

Μουρμούρισε μερικά ευχαριστώ και βγήκε.

Εξοργίστηκα! Μου φάνηκε απίστευτο το ότι δεν αντέδρασε στην πλάκα μου, σε σημείο που αναρωτιέμαι αν την κατάλαβε. Ανησυχώ για το μέλλον αυτής της κοπέλας, αλλά ελπίζω να της έβαλα λίγο μυαλό.

Ά. Τσέχωφ, Διηγήματα, μτφρ. Κ. Σιμόπουλος, Θεμέλιο

Ιστορίες Ζεν

Το Ζεν (= διαλογισμός), η γιαπωνέζικη «οδός της αλήθειας», αποτελεί μετεξέλιξη και μείξη παλιών ινδικών και κινεζικών πνευματικών παραδόσεων, του βουδισμού και του ταοϊσμού. Παραπέμπει σε έναν πνευματικό τρόπο ζωής που μπορεί να εφαρμοστεί στην καθημερινότητά του από κάθε άνθρωπο, και οδηγεί στη φώτιση, κάτι ανάλογο με την πλατωνική ανάμνηση της αλήθειας, που βρίσκεται κρυμμένης την ψυχή κάθε ανθρώπου. Εκφράζεται μέσα από διάφορες τέχνες, όπως τα γιαπωνέζικα χαϊκού στην ποίηση.

Ο Ριόκαν, ένας δάσκαλος του ζεν, ζούσε την πιο απλή ζωή σε μια μικρή καλύβα στους πρόποδες ενός βουνού. Ένα βράδυ ένας κλέφτης μπήκε στην καλύβα, αλλά είδε πως δεν υπήρχε τίποτα να κλέψει.

Ο Ριόκαν επέστρεψε και τον έπιασε. «Ίσως έκανες μεγάλο δρόμο για να μ' επισκεφθείς», είπες στον κλέφτη, «και δεν πρέπει να γυρίσεις μ' άδεια χέρια. Παρακαλώ, πάρε δώρο τα ρούχα μου».

Ο κλέφτης τα 'χασε. Πήρε τα ρούχα και το έβαλε στα πόδια.

Ο Ριόκαν κάθισε γυμνός κοιτώντας το φεγγάρι. «Ο κακομοίρης», ερέμβασε, «μακάρι να μπορούσα να του 'δινα αυτό το ωραίο φεγγάρι».

(Ζεν. Μια γιαπωνέζικη μορφή της γνώσης, μετάφραση από τα αγγλικά Σ.Λ. Σκαρτσής, Καστανιώτης 1990)

Ανάπτυξη: Κωνσταντίνος Αργυρόπουλος, Β1

Ο Ριόκαν ήταν δάσκαλος του Ζεν. Ζούσε σε μια καλύβα από ξύλινες σανίδες, δίπλα σε μια ήρεμη λίμνη κοντά στους πρόποδες ενός βουνού. Καθόταν εκεί τα βράδια και προσπαθούσε κάθε φορά να μετρήσει τα αστέρια, αντιστοιχίζοντας το καθένα με έναν κάτοικο του κοντινού χωριού. Τους ήξερε όλους τους κατοίκους και τον ήξεραν όλοι. Τον σέβονταν για την ηλικία και τη σοφία του και του δίνανε φαγητό και νερό όποτε αυτός βρισκόταν στο χωριό. Μια τέτοια μέρα λοιπόν, ένας κλέφτης κρυβόταν στο βουνό για να ξεφύγει από τις αρχές που τον κυνηγούσαν, όταν το μάτι του έπεσε στην «μοναχική» καλύβα του Ριόκαν. Σκέφτηκε ότι ήταν η τυχερή του μέρα και άνοιξε την πόρτα της καλύβας, ψάχνοντας να βρει οτιδήποτε θα μπορούσε να πάρει. Όμως το μόνο που βρήκε στο χωμάτινο πάτωμα ήταν κάτι σκισμένα σεντόνια, ένα ζωγραφισμένο μπολ και ένα πήλινο ποτήρι. Απογοητευμένος κίνησε να φύγει, αλλά τότε μπήκε στην καλύβα ο Ριόκαν. Πλημμυρισμένος από τρόμο ο κλέφτης ετοιμάστηκε να τρέξει, αλλά ο γέρος του είπε: «Ίσως έκανες μεγάλο δρόμο για να με επισκεφθείς και δεν πρέπει να γυρίσεις μ' άδεια χέρια. Παρακαλώ, πάρε δώρο τα ρούχα μου». Ο κλέφτης ξαφνιάστηκε, αλλά δεν αρνήθηκε την προσφορά. Πήρε τα ρούχα του Ριόκαν και έφυγε τρέχοντας. Εκείνος, βγήκε απ' την καλύβα γυμνός, αφού δεν είχε άλλα ρούχα, και έκατσε δίπλα στη λίμνη, στενοχωρημένος που δεν μπορούσε να δώσει περισσότερα στον επισκέπτη του. Έβαλε τα πόδια του στο νερό και αποφάσισε να μετρήσει τα αστέρια. Αλλά δεν τα κατάφερε, γιατί το φως του φεγγαριού σκέπαζε τα αστέρια και δεν φαίνονταν. Ο γέρος αναστέναξε και σκέφτηκε: «Ο κακομοίρης», «μακάρι να μπορούσα να του 'δινα αυτό το ωραίο φεγγάρι».

© 2023-2024 2ο Πρότυπο Γυμνάσιο Αθηνών
Υλοποιήθηκε από τη Webnode Cookies
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε