Η πραγματικότητα ως «λογοτεχνικό συμβάν» 

                  Από την ειδησεογραφία…

Μπέρτολτ Μπρεχτ

     Πώς μπορούνε να γίνουν κάποιες ιστορίες παράξενεςμε τη βοήθεια κάποιων παραλείψεων

Πολλές περίεργες ιστορίες γίνονται περίεργες μονάχα σαν παραλείψεις να αναφέρεις κάποιες λεπτομέρειες.

Στη Γιουτλάνδη, για παράδειγμα, μια μάνα χάρισε στο μικρό της γιο –που θα μπαρκάριζε για πρώτη φορά– ένα μαντίλι του λαιμού. Το πλοίο, που ο νεαρός ταξίδευε, χάθηκε στο Κάττεγκατ. Ύστερα από πολύ καιρό, βρέθηκε μισοθαμμένο στο χώμα ένα μαντίλι που του έλειπε ένα κομμάτι. Η μητέρα του μικρού ναύτη γνώρισε αμέσως το μαντίλι, το κομμάτι που είχε στο σπίτι του ταίριαζε ακριβώς. Έτσι μάθανε ότι το πλοίο βούλιαξε.

Κάπου αλλού, ξανά όμως στη Δανία, χάθηκε πάλι ένα πλοίο και στην παραλία βρέθηκε το πτώμα ενός μικρού. Φορούσε κυριακάτικο κουστούμι και στην τσέπη του είχε ένα μαχαίρι που επάνω του ήταν σκαλισμένο ένα σπάνιο, χαϊδευτικό όνομα. Από αυτό το μαχαίρι αναγνωρίστηκε ο νεαρός από τους συγγενείς του, έτσι μπόρεσαν να εξακριβώσουν ότι το πλοίο βούλιαξε.

Όποιος διηγείται αυτές τις ιστορίες, τις λέει με τέτοιο τόνο που οι άλλοι σκέφτονται: Υπάρχουν πολύ περισσότερα πράγματα μεταξύ ουρανού και γης από όσα μπορεί κανείς να ονειρευτεί. Όταν όμως σ' αυτές τις ιστορίες προσθέσεις πως υπάρχουν φυσικά εφημερίδες, που, όταν βρεθούν κάπου πτώματα, δημοσιεύουν τόσες πολλές λεπτομέρειες –οι οποίες αυτονόητο είναι πως προσπαθούν να οδηγήσουν τους αναγνώστες στην αναγνώρισή τους– ώστε δε βρίσκει κανείς τίποτα το ιδιαίτερο σ' αυτές.

(Μπέρτολτ Μπρεχτ, Ιστορίες, μτφρ. Γιώργος Κώνστας, Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος 1988)

Μαρία Στασινοπούλου

                                                             Ο αριστούχος

Ξεβράστηκε σε μιαν ακτή της Μεσογείου ο δεκαπεντάχρονος πρόσφυγας. Σοκ έχει προκαλέσει ο πνιγμός του. Δεν είναι το γεγονός του άδικου θανάτου που σοκάρει, αλλά η προετοιμασία για την κακιά την ώρα. Ο νεαρός μαθητής είχε ράψει στα ρούχα του, προφυλαγμένον μέσα σε πλαστικό, τον σχολικό του έλεγχο, για να μάθουν, όταν τον βρουν, πόσο καλός μαθητής ήταν.

(Μαρία Στασινοπούλου, Ασκήσεις αντοχής στον χρόνο, Κίχλη, Αθήνα 2021)

Θάλεια Ξούρια, Γ4

Η Κάρολαϊν Κράουτς δολοφονήθηκε από τον σύζυγο της Μπάμπη Αναγνωστόπουλο στις 11 Μαΐου 2021

Τι θα κάνω; Τι θα κάνω; Θεέ μου, βοήθα, τι θα κάνω; Η γυναίκα μου είναι νεκρή στο πάτωμα. Είναι νεκρή και φταίω εγώ. Είμαι ένοχος. Το ξέρω μα τι να κάνουμε; Αξίζει να περάσω όλη μου τη ζωή στη φυλακή για μια στιγμή αδυναμίας;

Ούτε που καταλάβαινα τι έκανα. Ήταν δύσκολη μέρα. Κλεισμένοι σπίτι. Κακός καιρός. Τα πάντα με ενοχλούσαν. Έτσι όταν μπήκα στην κουζίνα η γυναίκα μου κάτι θα μου είπε και δεν άντεξα. Άνθρωπος είμαι και εγώ. Αγανάκτησα. Άρχισα να φωνάζω. Άρχισε να φωνάζει και αυτή. Απότομες κινήσεις είναι αυτές που με έμπλεξαν σε αυτό το χάλι. Πράξη χωρίς σκέψη. Δεν το προτείνω.

Δεν πέθανε αμέσως. Έκανε να σηκωθεί, έπεσε κάτω. Προσπάθησε να συρθεί, δεν τα κατάφερε. Το τηλέφωνο ήταν στο σαλόνι.

Τι θα κάνω; Τι θα κάνω;

Παράξενο πώς μες τον φόβο και τη φρίκη για αυτό που έκανα, μπόρεσα να σκεφτώ. Κινούμαι γρήγορα. Ξέρω πού κρύβει η γυναίκα μου τα πολύτιμα κοσμήματα και τις οικονομίες μας. Παίρνω δυο-τρεις σακούλες και χώνω μέσα όσα περισσότερα μπορώ. Είναι δύσκολοι καιροί αυτοί. Όλο και κάποιος δυστυχισμένος θα στραφεί στην κλοπή. Δεν αγγίζω την γυναίκα μου. Δεν την κοιτάω καν. Ρίχνω πράματα και σπάω γυαλικά και κάνω το σπίτι να φαίνεται σαν να το έχουν διαρρήξει. Τα πολύτιμα τα κρύβω σε ένα σημείο που μόνο εγώ μπορώ να βρω.

Περιμένω λίγο. Καλώ την αστυνομία.

– Παρακαλώ είναι επείγον!!! Είναι για την γυναίκα μου… Όχι, κλοπή. Παρακαλώ ελάτε γρήγορα! Δεν νομίζω ότι αναπνέει…

Δάειρα Νικολοπούλου, Γ4

  Υπόθεση μαστροπείας στον Κολωνό: Επίθεση με μαχαίρι στην 12χρονη μέσα στο σπίτι της     θείας της

Ήταν ένα πρωί λίγο καλύτερο από το προηγούμενο. Το βράδυ είδε εκείνον τον ίδιο εφιάλτη, πως περπατούσε στα ίδια στενά και την βρήκε ο ίδιος άνθρωπος και κάλεσε τους ίδιους φίλους του και της έγιναν τα ίδια πράγματα αλλά δεν τελείωσε ποτέ. Το χθεσινό βράδυ, κατάφερε να μην ξυπνήσει. Oι μνήμες την δυσκόλεψαν να την πάρει ο ύπνος αλλά δεν την εμπόδισαν να κοιμηθεί για πέντε ολόκληρες συνεχόμενες ώρες! Σηκώθηκε λοιπόν με λίγη χαρά στο βλέμμα. Έπλυνε τα δόντια της, χτένισε τα μαλλιά της και με ενθουσιασμό και περηφάνια είπε τα νέα στη θεία της. Με ενθουσιασμό ανταποκρίθηκε και εκείνη αφού είχαν περάσει μήνες από την τελευταία φορά που δεν ξύπνησε μέσα στη νύχτα : «Θα σε κεράσω παγωτό να το γιορτάσουμε! Θέλεις;» Ήταν σημαντικό γι' αυτήν να την ρωτάνε αν θέλει, να ζητούν την συγκατάθεσή της, να αισθάνεται πως μπορεί να αποφασίσει. «Ναι», απάντησε με πολλή χαρά. «Ωραία, αγάπη μου, πήγαινε τώρα να ντυθείς να πάμε στο σχολείο, τι λες;»

Παρότι πήγαινε ακόμα στο Δημοτικό έκανε παρέα με τα μεγάλα παιδιά, είχε αναγκαστεί να ωριμάσει γρήγορα και μόνο με αυτά ένιωθε ασφαλής. Είχε κιόλας γνωρίσει ένα κορίτσι που όταν ήταν 3 και ξανά όταν ήταν 4 χρονών ο μπαμπάς της της φέρθηκε παρόμοια με τον τρόπο που είχαν φερθεί αυτοί οι άνδρες που έβλεπε και στους εφιάλτες της. Όμως το πρώτο διάλειμμα του Δημοτικού δεν συγχρονιζόταν με αυτό του Γυμνασίου, και τώρα καθόταν μόνη της στο γραφείο των καθηγητών για να νοιώθει ασφαλής. Εκείνη την ημέρα σκεφτόταν πόσο καλύτερα τα πήγαινε, όμως γιατί μετά από τόσο καιρό δεν το είχε ξεπεράσει; Γιατί της πήρε τόσο καιρό να κοιμηθεί μόλις πέντε ώρες;

Όταν το σχολείο τελείωσε, τελείωσε και το ολοήμερο, τελείωσε και το μάθημα με την κυρία Τίνα, η θεία της την πήγε για παγωτό όπως της είχε υποσχεθεί. Ήταν το πιο νόστιμο παγωτό φράουλα που είχε δοκιμάσει ποτέ.

Γύρισε σπίτι και ξανακοιμήθηκε με κόπο, μέχρι που άκουσε τα ουρλιαχτά της θείας της. Κάποιος είχε μπει στο σπίτι. Κάποιος πολύ συγκεκριμένος…

Κατερίνα Μπακογιάννη, Γ4

          Κοζάνη: Ούτε μία, ούτε δύο αλλά πέντε αρκούδες περνούν τον δρόμο στη Σιάτιστα!

Ο Κουντουριώτης είναι ένας ψηλός άντρας κοντά στα πενήντα χρόνια, με ένοχο χαρακτήρα και με σγουρά μαύρα μαλλιά. Καθώς κινούνταν στο οδικό δίκτυο, είδε ξαφνικά κάτι μεγάλο μπροστά του. Πλησίασε λίγο πιο κοντά με το αυτοκίνητό του και κατάλαβε ότι ήταν αρκούδες. Ο Κουντουριώτης παρέμεινε ψύχραιμος αντί να τρέμει από τον φόβο του και να κυλάει κρύος ιδρώτας. Τότε σκέφτηκε: «Θα βγω έξω να βγάλω φωτογραφίες να τις ανεβάσω στο Facebook. Έτσι θα τις δουν και οι φίλοι μου και θα καταλάβουν πόσο τυχερός είμαι που μένω στην Κοζάνη.» Βγήκε έξω, τράβηξε πολλές φωτογραφίες και τις ανέβασε στο Facebook. Αμέσως μετά σκέφτηκε: «Πώς θα περάσω τώρα για να συνεχίσω τον δρόμο μου;» Και άρχισε να γαβγίζει για να απομακρυνθούν οι αρκούδες. Όμως η αντίδραση των ζώων ήταν διαφορετική από αυτήν που περίμενε ο Κουντουριώτης. Άρχισαν να τρέχουν προς το μέρος του. Εκείνος μπήκε κατευθείαν στο αμάξι του και άρχισε να τρέχει πολύ γρήγορα. Έμεινε όμως από βενζίνη την ώρα που τον ακολουθούσαν οι αρκούδες…

Γιάννης Μούστος, Γ4

           Ούτε μια, ούτε δύο, αλλά πέντε αρκούδες περνούν τον δρόμο στη Σιάτιστα

Ο οδηγός με το κινητό του στο χέρι και την καρδιά του να χτυπάει ασταμάτητα από τον ενθουσιασμό για τον εντοπισμό αυτού του σπάνιου θεάματος, προσπάθησε να παραμείνει ψύχραιμος και να μην ενοχλήσει τις αρκούδες. Έσκυψε κάτω για να πάρει τον καλύτερο γωνιακό προσανατολισμό και άρχισε να τραβάει πλάνα των αρκούδων καθώς περνούσαν αργά από μπροστά του. Οι αρκούδες φαίνονταν αμέριμνες για την παρουσία του οδηγού. Η μεγαλύτερη από αυτές, ένας εντυπωσιακός αρκούδος με γεμάτο και γυαλιστερό τρίχωμα, ηγούνταν της ομάδας καθώς προχωρούσαν αργά και αξιοθαύμαστα. Ο οδηγός μπορούσε να ακούσει τα βήματά τους καθώς ανέβαιναν την πλαγιά και εξαφανίζονταν στο πυκνό δάσος. Αφού σταμάτησε να τραβάει φωτογραφίες των αρκούδων, ο οδηγός σηκώθηκε και εξέφρασε τον ενθουσιασμό του με δυνατές φωνές. «Είναι η πρώτη φορά που βλέπω τόσες αρκούδες μαζί!», είπε με χαρά στη φωνή του. Οι αρκούδες σταμάτησαν για ένα σύντομο διάστημα, σαν να είχαν ακούσει την ενθουσιώδη φωνή του οδηγού. Κοίταξαν προς την κατεύθυνσή του, και ο μεγαλύτερος αρκούδος έβγαλε ένα γρύλισμα, σαν να ευχαριστούσε τον οδηγό για τα καλά του λόγια. Στη συνέχεια, όλες οι αρκούδες απομακρύνθηκαν από το δρόμο. Ο οδηγός εντυπωσιάστηκε από την αλληλεπίδραση που είχε με τις αρκούδες και αποφάσισε να περιμένει λίγο ακόμη, ελπίζοντας ότι θα επέστρεφαν για να τις ξαναδεί. Με κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε, οι αρκούδες έμοιαζαν όλο και πιο μακρινές, μέχρι που εξαφανίστηκαν εντελώς ανάμεσα στα δέντρα. "Καταπληκτικό!", ψιθύρισε μόνος του ο οδηγός. Αναπολώντας το μοναδικό θέαμα που μόλις είχε ζήσει, ξαναμπήκε στο αυτοκίνητό του και συνέχισε το ταξίδι του με ένα μεγάλο χαμόγελο στο πρόσωπο. Από εκείνη τη μέρα, ο οδηγός συνέχισε να ονειρεύεται τη στιγμή που θα επιστρέψει στη Σιάτιστα και θα συναντήσει ξανά τις πέντε αρκούδες. Ήταν μια ιστορία που θα μοιραζόταν με όλους, μια ιστορία που θα έμενε ανεξίτηλη στις αναμνήσεις του για πάντα.

Γιώργος Γεωργόπουλος, Γ4

  Αυστραλία: Λύθηκε μυστήριο 50 ετών – Εντοπίστηκε ναυάγιο πλοίου που βυθίστηκε το 1973

Ήταν μέσα Νοεμβρίου όταν το πλήρωμα συνέχιζε το ταξίδι του για την νήσο King. Ένα απλό και συνηθισμένο δρομολόγιο που ξεκίναγε από το Χόμπαρτ. Ο ήλιος δεν είχε ακόμα δύσει όταν συνέβη το ατύχημα. Το πλοίο πλάγιασε και τελικά ανετράπη.

«Μπείτε στη λέμβο», φώναζε ο Καπετάνιος πανικοβλημένος

Χωρίς καθυστέρηση και τα εννέα μέλη του πληρώματος επιβιβάστηκαν στο μικρό φουσκωτό. Οι μέρες πέρναγαν πολύ αργά και το κρύο ήταν ανυπόφορο.

«Πεινάω», μουρμούραγε ο μικρότερος ναύτης του πληρώματος που δεν είχε καν προλάβει να κλείσει εικοσιπενταετία σε αυτό κόσμο.

«Μην ανησυχείς, θα βρούμε στεριά,» επαναλάμβανε συνέχεια ένας άλλος πιο έμπειρος ναύτης για να τον καθησυχάσει

Είχαν περάσει μόλις τρεις μέρες όταν τους τελείωσαν τα τρόφιμα. Το μόνο που μπορούσαν να κάνουν ήταν να πιούν θαλασσινό νερό. Την επόμενη μέρα ο μικρός ναύτης δεν άντεξε και ξεψύχησε.

«Να τον φάμε» είπε ουρλιάζοντας ο μισθοφόρος του πληρώματος, έχοντας αποτρελαθεί εντελώς από τη πείνα.

«Όχι», επέμεινε ο Καπετάνιος. Και πρόσταξε να τον πετάξουν στη θάλασσα, ώστε να μετακινηθούν πιο γρήγορα αλλά και να αναπαυθεί εν ειρήνη. Οι μέρες πέρναγαν, όμως η στεριά δεν φαινόταν και όλοι είχαν απογοητευτεί έχοντας χάσει κάθε ελπίδα. Δεν ήταν παρά στις αρχές της όγδοης ημέρας που ο υποπλοίαρχος και ο μισθοφόρος έχασαν κάθε παλμό. Ο άτυχος υποπλοίαρχος έκανε το πρώτο του ταξίδι σε αυτή τη θέση.

«Πάνε και αυτοί», κλαψούρισε ένας από τους ναύτες.

«Έρχεται και η σειρά μας», είπε χαζογελώντας ένας άλλος ναύτης ο οποίος είχε αποτρελαθεί. Στη συνέχεια πέταξαν τα δύο νεκρά σώματα στη θάλασσα και ήλπιζαν μήπως και προλάβουν να φτάσουν μέσα στις επόμενες μέρες σε πολιτισμό.

Τελικά, νωρίς την αυγή της ένατης ημέρας, οι ναύτες βρέθηκαν λιπόθυμοι από έναν ψαρά ο όποιος φώναξε βοήθεια για να τους περιμαζέψουν.

Άγγελος Μέτσια, Γ4

Αυστραλία: Λύθηκε μυστήριο 50 ετών – Εντοπίστηκε ναυάγιο πλοίου που βυθίστηκε το 1973

Ο χρόνος επιτέλους αποκαλύπτει τα μυστικά του παρελθόντος. Μετά από μισό αιώνα άγνοιας, η αλήθεια αποκαλύπτεται μετά πολυετή αναζήτηση, σαν μυστικό που βρίσκει το φως της ημέρας. Ο μύθος του ναυαγίου του MV BlytheStar ζωντανεύει μπροστά στα μάτια μας.

Ήταν μια τραγική μέρα στις 13 Οκτωβρίου 1973, όταν το πλοίο άρχισε να κλείνει ανήμπορο να αντισταθεί στα μεγάλα σε μήκος και σε όγκο κύματα. Ένα κομμάτι της ιστορίας χάθηκε στα βάθη των ωκεανών, στη συνήθη πορεία του πλοίου από το Χόμπαρτ προς την απόμακρη νήσο King της Τασμανίας. Τα δέκα θαρραλέα μέλη του πληρώματος επιβιβάστηκαν σε μια φουσκωτή λέμβο, και πέρασαν αγωνιώδεις ημέρες στην αγκαλιά του απερίγραπτου και απέραντου ωκεανού. Ένας από τους δικούς τους χάθηκε για πάντα στα γαλάζια βάθη. Οι εννέα επιζώντες, γεμάτοι αγωνία και ελπίδα, προσπάθησαν να βρουν σωτηρία στη στεριά. Άλλο ένα μέλος της ομάδας, όμως, δεν θα γνώριζε κι αυτό την γλυκιά αγκαλιά της στεριάς. Οι θεοί της θάλασσας τον πήραν μαζί τους στην αιώνια κατοικία τους. Πέρασαν οι μέρες και η εντατική αναζήτηση τελικά απέδωσε καρπούς. Το πλοίο εντοπίστηκε 10,5 χιλιόμετρα δυτικά του νοτιοδυτικού ακρωτηρίου της Τασμανίας. Ο Οργανισμός Επιστημονικής και Βιομηχανικής Έρευνας ανέλαβε την αποστολή να αποκαλύψει τα μυστικά του βυθού και να απαντήσει στα ερωτήματα που βασανίζουν τις ψυχές των απογόνων τους. Έτσι ένας ακόμη μύθος συναντά την πραγματικότητα.


Απόσπασμα μυθιστορηματικής βιογραφίας....

Ένα επεισόδιο από τη ζωή του Καβάφη

                                     Κ. Π. Καβάφης (Αλεξάνδρεια 1863-1933)

                                                 Έργο του Ν. Εγγονόπουλου

Έλενα Σταθοπούλου, Γ4

 Ο Κωνσταντίνος Καβάφης, ο μικρότερος γιος του Πέτρου και της Χαρίκλειας, ήταν ο πιο έξυπνος αλλά και ταυτόχρονα ο πιο ζωηρός από τα υπόλοιπα οκτώ αδέλφια του. Στο σπίτι του, μια διώροφη μεζονέτα στην αριστοκρατικό οδό Serif, τα έπιπλα ήταν ξύλινα σκαλιστά, οι πίνακες ανήκαν σε γνωστούς ζωγράφους, τα χαλιά είχαν έρθει από την Αλεξάνδρεια..., μια πολυτέλεια που φανέρωνε την οικονομική και κοινωνική ισχύ της οικογένειας. Ο Κωνσταντίνος και τα άλλα πέντε αδέλφια του, γιατί τα άλλα τρία φοιτούσαν σε σχολεία του εξωτερικού, περιβάλλονταν από μια Αγγλίδα νταντά, τέσσερις πέντε Έλληνες υπηρέτες, έναν Γάλλο παιδαγωγό, έναν Ιταλό αμαξά και έναν Αιγύπτιο ιπποκόμο. Ο Κωνσταντίνος όμως, με μάτια που άστραφταν από πονηριά, σκαρφιζόταν πάντα κάποια σκανδαλιά. Όλοι θυμούνται την ημέρα που χάθηκαν τα διαμάντια της μητέρας του, δώρο από τον Χιώτη έμπορο διαμαντιών πατέρα της. Όλοι αναζητούσαν τον κλέφτη ανάμεσα στο προσωπικό… κανείς δε μπορούσε να φανταστεί ότι ο Κωνσταντίνος τα είχε χρησιμοποιήσει ως σελιδοδείκτες στα βιβλία του… Η αντανάκλαση του φωτός από τα πολύτιμα αυτά πετράδια έδινε μια αξία ακόμη μεγαλύτερη στις σελίδες των πολυαγαπημένων του βιβλίων. Αυτή η λαμπερή αντανάκλαση των διαμαντιών θα μπορούσε ίσως να συγκριθεί με τη λαμπερή αποτύπωση των στοχασμών του Αλεξανδρινού ποιητή…

© 2023-2024 2ο Πρότυπο Γυμνάσιο Αθηνών
Υλοποιήθηκε από τη Webnode Cookies
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε