Ιστορίες του παράδοξου

                Ε.Χ. Γονατάς                                                              

  Η άρκτος
Η άρκτος

Εις εκ Μαλάτιας χωρικός, ονόματι Μαχμούτ Τζεϊλάν, μεταβάς εις πυκνόν δάσος έκοψε ξύλα, τα οποία και εφόρτωσεν επί του υποζυγίου του. Εις ένα όμως σημείον του δάσους ανετράπη το φορτίον και ο χωρικός ήρχισε να τα φορτώνη δια δευτέραν φοράν.

Αίφνης παρουσιάσθη τεραστίων διαστάσεων άρκτος, η οποία, αφού τον περιειργάσθη επ' ολίγον, τον επλησίασε και ήρχισε να τον βοηθή εις την φόρτωσιν.

Περισυνέλεγε τα διεσκορπισμένα ξύλα και τα παρέδιδεν εις τον ξυλοκόπον, ο οποίος τα παρελάμβανε με δικαιολογημένην ψυχικήν οδύνην και τα ετακτοποίει επί του υποζυγίου.

Όταν έληξεν η φόρτωσις, το θηρίον εκινήθη δια να απομακρυνθή, όπως και ο δυστυχής Μαχμούτ προς αντίθετον κατεύθυνσιν. Πριν όμως προχωρήση, αντελήφθη έντρομος να τρέχη κατόπιν του η άρκτος. Η αγωνία του απεκορυφώθη και από στιγμής εις στιγμήν ανέμενε το τέλος του. Με έκπληξιν όμως είδεν ότι το θηρίον τον επρόλαβε δια να του παραδώση ένα μικρόν ξύλον, που είχε λησμονηθή εις τον τόπον της φορτώσεως.

Εν συνεχεία η άρκτος απεμακρύνθη ησύχως.

                                                                                                                      (Το βάραθρο, 1984)

Ε.Χ. Γονατάς                                                     

Άγιος Παντελεήμων
Άγιος Παντελεήμων

Στην πλατεία του Αγίου Παντελεήμονα πριν από σαράντα χρόνια. Βράδυ. Ερημιά απόλυτη. Μόνο το αχνό φως στην προθήκη του φαρμακείου των αδελφών Πλευρίτη, στη διασταύρωση των οδών Αχαρνών και Κοδριγκτώνος, προσπαθεί να διαπεράσει το χοντρό λαμπόγυαλο όπου είναι φυλακισμένο. Η ανεψιά μου η Ευανθία, που εδώ και δέκα πέντε χρόνια δεν έχει σηκωθεί απ' το κρεββάτι της, στέκεται ευθυτενής μπροστά στο περίπτερο της πλατείας και αγοράζει τσιγάρα. Καθώς κλείνει την τσάντα της κι ετοιμάζεται να φύγει, ο περιπτεράς της βάζει στο χέρι μια κατακόκκινη, μισανοιγμένη σαν αλεξίπτωτο, ομπρέλα. «Την ξέχασε χτες η μητέρα σας», της λέει. «Να της η δώσετε μαζί με τους χαιρετισμούς μου». Η Ευανθία παίρνει την ομπρέλα υπό μάλης και φεύγει.

Αποφασίζω κι εγώ ν' αγοράσω τσιγάρα. Έχω να καπνίσω κοντά δέκα χρόνια, μα η στέρηση και η αποχή από τον καπνό δεν με ωφέλησαν και πολύ, αφού τελικά τα πνευμόνια μου είναι σήμερα σε αδιόρθωτο χάλι.

Διστάζω για λίγο ποια μάρκα να ζητήσω. «Ένα πακέτο ελαφρά Καρέλια», ψιθυρίζω τελικά στον περιπτερά, που αντί για ένα μικρό τετράγωνο άσπρο –όπως το θυμόμουν κουτί– μου δίνει έναν χαρτονένιο φαρδύ κύλινδρο, τριπλάσιον σε μήκος από τα τσιγάρα.

Πληρώνω κι απομακρύνομαι.

Λίγο πιο πέρα, στη βάση του μαρμάρινου μνημείου το οποίο έχει στηθεί στη θέση που βρισκόταν άλλοτε το μικρό εκκλησάκι, ένας γυμνοσάλιαγκας σέρνεται γράφοντας στο μάρμαρο με το σάλιο του ασημένια δρομάκια.

Μελαγχολία αβάσταχτη απλώνεται στην ψυχή μου, με πιάνει το παράπονο και είμαι έτοιμος να κλάψω.

                                                                                                        (Τρεις δεκάρες, στιγμή, 2006)

Τόμας Μπέρνχαρντ                                                                    

Αντίστροφα
Αντίστροφα

Παρόλο που μισώ τους ζωολογικούς κήπους και παρόλο που θεωρώ πραγματικά ύποπτους όσους τους επισκέπτονται, δεν μπόρεσα για μία και μοναδική φορά να αποφύγω μια επίσκεψη στον Σαινμπρούν, ύστερα από παράκληση του συνοδού μου, ενός καθηγητή της Θεολογίας, και να σταθώ μπροστά στο κλουβί με τους πιθήκους παρακολουθώντας τους όση ώρα ο συνοδός μου τους έριχνε τροφή που είχε βάλει στην τσέπη του ειδικά γι' αυτό το σκοπό. Ο καθηγητής, ένας πρώην συμφοιτητής μου, που με είχε προτρέψει να πάμε στο Σαινμπρούν, είχε πετάξει ό,τι είχε φέρει για να ταΐσει τους πιθήκους, όταν άξαφνα εκείνοι, αφού μάζεψαν διάφορες τροφές που ήταν σκορπισμένες καταγής, μας τις πρόσφεραν μέσα από το κιγκλίδωμα. Ο καθηγητής της Θεολογίας και εγώ τρομάξαμε τόσο πολύ από την αιφνίδια συμπεριφορά των πιθήκων, που κάναμε αμέσως μεταβολή και φύγαμε από το Σαινμπρούν, ψάχνοντας την πλησιέστερη έξοδο.

(Thomas Bernhard, Ο μίμος των φωνών. 104 ιστορίες, μτφρ. Αλέξανδρος Ίσαρης, Άγρα 2000)

Χόρχε Λουίς Μπόρχες

Κατακλείδα για ένα φανταστικό διήγημα
Κατακλείδα για ένα φανταστικό διήγημα

"Τι παράξενο!" είπε η κοπέλα, προχωρώντας προσεχτικά. "Τι βαριά πόρτα!"

Την άγγιξε, καθώς μιλούσε, κι η πόρτα έκλεισε αμέσως, μ' έναν κρότο.

"Θεέ μου!" είπε ο άντρας. "Μου φαίνεται πως δεν υπάρχει πόμολο από μέσα. Βρε να πάρει! Κλειδωθήκαμε κι οι δυο!"

"Όχι και οι δυο, ο ένας μόνο", είπε η κοπέλα. Πέρασε ανάμεσα απ' την πόρτα και εξαφανίστηκε.

(Χόρχε Λουίς Μπόρχες - Αντόλφο Μπιόι Κασάρες, Σύντομες και παράξενες ιστορίες, μτφρ. Δημήτρης Καλοκύρης - Αχιλλέας Κυριακίδης, ύψιλον 1988)

Φραντς Κάφκα                                                               

Παράτα τα!
Παράτα τα!

Ήταν πολύ νωρίς το πρωί, οι δρόμοι καθαροί και έρημοι, πήγαινα στο σταθμό, όταν κάποια στιγμή σύγκρινα την ώρα που έλεγε το ρολόι μου με το ρολόι ενός πύργου, είδα πως ήταν πολύ πιο αργά απ' ό,τι νόμιζα, έπρεπε να βιαστώ πολύ. Η αγωνία που ένιωσα απ' αυτήν τη διαπίστωση μ' έκανε να αμφιβάλλω για την κατεύθυνση που έπρεπε να πάρω, δεν την είχα μάθει ακόμα καλά αυτή την πόλη. Ευτυχώς ήταν ένας αστυφύλακας εκεί κοντά, έτρεξα προς το μέρος του και τον ρώτησα με κομμένη την ανάσα για το δρόμο. Εκείνος γέλασε και είπε:

— Θέλεις να μάθεις το δρόμο από μένα;

— Ναι, είπα, επειδή δεν μπορώ να τον βρω μόνος μου...

— Παράτα τα! Παράτα τα! είπε και γύρισε απότομα.

Απομακρύνθηκε, όπως κάνουν οι άνθρωποι που θέλουν να μείνουν μονάχοι με το γέλιο τους.

(Φ. Κάφκα, Η σιωπή των σειρήνων και άλλα διηγήματα, μτφρ. Γ. Κώνστας, Ζαχαρόπουλος 1987)

Ζωή Νάτση, Γ4

Ο Λύκος

Μια φορά, σε ένα δάσος υπήρχε ένας ψαράς ο οποίος προσπαθούσε να πιάσει ψάρια στο ποτάμι για να ταΐσει την οικογένειά του. Ξαφνικά όμως, άκουσε κάτι ήχους να έρχονται από τα ξερά χόρτα. Αφήνει κάτω το καλάμι του και προχωράει να δει τι συμβαίνει. Μπροστά του πετάχτηκε ένας λύκος. Αυτός κατατρομαγμένος ούρλιαξε κι άρχισε να τρέχει. Ο καημένος ο λύκος νόμιζε ότι έπαιζαν κάποιο παιχνίδι, οπότε ούρλιαξε και αυτός και τον κυνήγησε. Αφού ήδη είχαν διανύσει μια τεράστια απόσταση, ο ψαράς σταμάτησε να τρέχει έχοντας αποδεχτεί τη μοίρα του, το ίδιο και ο λύκος έφυγε σκεπτόμενος ότι το παιχνίδι είχε τελειώσει.

Άννα Μαρία Νάτση, Γ4

Μια βόλτα στην πλατεία Συντάγματος

Ήταν ένα ανοιξιάτικο πρωινό. Ο ήλιος έλαμπε και ο ουρανός ήταν καθαρός. Αποφάσισα να κάνω μια βόλτα στη πλατεία Συντάγματος, καθώς δεν δούλευα εκείνη την μέρα. Καθώς περπατούσα, αντίκρισα ένα παγωτατζήδικο και αποφάσισα να πάρω παγωτό. Πήρα ένα χωνάκι με δύο μπάλες παγωτό, η μία σοκολάτα και η άλλη μπισκότο. Όσο περπατούσα προς τον Εθνικό Κήπο χάζευα τους δρόμους την Αθήνας. Από έναν υπόνομο βγήκε το καπάκι και από εκεί εμφανίστηκε ένα χταπόδι. Φορούσε ημίψηλο καπέλο, γραβάτα, γυαλιά μονόκλ και κρατούσε έναν μαύρο χαρτοφύλακα. Το κοίταξα, με κοίταξε, χαιρετηθήκαμε και συνέχισα την βόλτα μου τρώγοντας το παγωτό μου.

Γιάννης Μούστος, Γ4

Επίθεση δράκων στην Αθήνα

Σε μια συγκλονιστική εξέλιξη, ένα σμήνος δράκων εντοπίστηκε χθες το βράδυ να πετά πάνω από την Αθήνα. Αυτόπτες μάρτυρες ανέφεραν ότι είδαν πολλά πλάσματα με φτερά και λέπια να διασχίζουν τον βραδινό ουρανό, να εκπνέουν φωτιά και να επιτίθενται σε πολίτες. Σύμφωνα με τους μάρτυρες, οι δράκοι φαίνονταν πως έψαχναν κάτι, καθώς πετούσαν χαμηλά πάνω από τους δρόμους, σαρώνοντας την πόλη με την έντονη όρασή τους. Η παρουσία τους προκάλεσε χάος στο έδαφος, καθώς ο κόσμος προσπαθούσε να κρυφτεί και να μην καεί από την φωτιά τους. Η αστυνομία και οι υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης γρήγορα έσπευσαν στο σημείο, ωστόσο δεν κατάφεραν να σταματήσουν τους δράκους από το να προκαλέσουν όλεθρο στην πόλη. Τα πλάσματα πέταξαν από τη μια περιοχή στην άλλη, πυρπολώντας κτήρια και προκαλώντας πολλές καταστροφές. Τελικά, εξαφανίστηκαν στο σκοτάδι, αφήνοντας πίσω τους καταστροφή και χάος. Οι κάτοικοι της πόλης τώρα πρέπει να συμμαζέψουν τις ζημιές και να προσπαθήσουν να κατανοήσουν αυτό που συνέβη. Καθώς η έρευνα για το συμβάν συνεχίζεται, οι ειδικοί ενθαρρύνουν τους πολίτες να είναι σε εγρήγορση και να αναφέρουν οποιαδήποτε ασυνήθιστη δραστηριότητα. Στο μεταξύ, οι κάτοικοι της Αθήνας μένουν να αναρωτιούνται ποια άλλα παράξενα και μαγικά πλάσματα μπορεί να κρύβονται στις σκιές, περιμένοντας να κάνουν γνωστή την παρουσία τους.

Εμμανουέλα Μαστοράκη, Γ4

Το πέταγμα

Ήταν ένα συνηθισμένο δροσερό απόγευμα. Μόλις είχα τελειώσει τα μαθήματά μου, όταν αποφάσισα να βγω έξω στο λιβάδι για να θαυμάσω τα σύννεφα. Βγήκα λοιπόν έξω και ξάπλωσα στο χορτάρι. Κάθισα ξαπλωμένη στο χώμα κοιτώντας τα σύννεφα για πάρα πολλή ώρα. Ξαφνικά σταμάτησα να νιώθω το σκληρό έδαφος κόντρα στο σώμα μου. Τα σύννεφα ολοένα και μεγάλωναν, σαν να με πλησίαζαν. Γύρισα το κεφάλι μου απορημένη και συνειδητοποίησα ότι είχα σηκωθεί από το έδαφος και αιωρούμουν. Στην πραγματικότητα εγώ πλησίαζα τα σύννεφα.

Λία Μεσχοράτζε, Γ4

Έχουν περάσει 2 μέρες από τότε που μυστηριωδώς εξαφανίστηκε η μαμά. Τώρα εγώ και η οικογένεια μου έχουμε βγει στο δάσος να την ψάξουμε. Συχνά ερχότανε εδώ, για να ξεκουραστεί. «Θα τη βρούμε», μου ψιθυρίζει ο μπαμπάς.» «Μακάρι. Μου λείπει». Κλαίω κι εγώ. Μου έγνεψε λυπημένος και πήγε με τους υπόλοιπους. «Είσαι καλά;» με ρωτάει κάποιος από πίσω. Γυρνάω να δω τον αδελφό μου. Είναι βρόμικος. «Καλά είμαι... φαίνεσαι χάλια», του λέω. «Ναι, είναι δύσκολο να κουβαλάς ένα πτώμα μιας γυναίκας 64 κιλών» μου απαντάει. «Είσαι αδύναμος», τον κοροϊδεύω, και αρχίζουμε να γελάμε και οι δυο.

                                                                         *

Ανοίγω την πόρτα και μπαίνω στο σπίτι μου. Ακούω γέλια και βλέπω τον άντρα με τα παιδιά μου! Τα παιδιά με αγκαλιάζουν και ο άντρας μου με φιλά στο μάγουλο και μου λέει να πάω πάνω να ξεκουραστώ. Τον υπακούω και πάω να ανεβώ τις σκάλες. Θυμάμαι όμως το κινητό μου, γυρνάω πίσω να το πάρω και ακούω τον άντρα μου να μιλάει στα παιδιά «Πηγαίνετε βρείτε το καλύτερο μέρος για να κρυφτείτε και σιγουρευτείτε πως δε θα σας βρει η μαμά.» «Μα γιατί; Θέλω να πάω πάνω και να παίξω με τη μαμά!» λέει το μικρό κορίτσι. «Αυτή δεν είναι η μητέρα σας, για αυτό πηγαίνετε γρήγορα και κρυφτείτε» λέει ο άντρας.

Μα έλεος! Πώς με κατάλαβε τόσο γρήγορα;

Αναστάσης Αρσενιάδης – Νικόλας Βουτσινάς, Β1

Η χρυσή οθόνη των συναισθημάτων

Τέλος μιας συνηθισμένης μέρας. Γυρίζω αργά στο σπίτι, ξαπλώνω κατευθείαν στο κρεβάτι και κοιμάμαι. Βλέπω ότι βρίσκομαι πάνω σε ένα χρυσό σύννεφο. Βλέπω κι άλλο ένα χρυσό σύννεφο στα δεξιά μου. Σκαρφαλώνω και ανεβαίνω πάνω, και βλέπω μια χρυσή οθόνη. Κοιτάζω καλύτερα, βλέπω πως στην οθόνη γράφει μια λέξη: «Έρχομαι».

Ξυπνώ από τον ήχο του κουδουνιού στην πόρτα. Ανοίγω παραξενεμένος επειδή δεν περιμένω επισκέψεις. Είναι ο ταχυδρόμος και κρατάει ένα μεγάλο κουτί με το όνομά μου επάνω. «Αυτό είναι για εσάς», λέει. Το παίρνω απορημένος και μπαίνω στο σπίτι. Βάζω το κουτί πάνω σε ένα τραπέζι και το ανοίγω. Δεν πιστεύω στα μάτια μου. Είναι μια χρυσή οθόνη.

Σήμερα είναι αργία και δεν χρειάζεται να βγω από το σπίτι μου. Είμαι πολύ χαρούμενος. Τότε στην οθόνη εμφανίζεται ένα μήνυμα που λέει ότι θα πάρω αύξηση στη δουλειά. Ο ήλιος λάμπει έξω και τα πουλάκια τραγουδούν. Ξαφνικά ακούγεται το τηλέφωνο μου. Το σηκώνω και είναι από την δουλειά μου. Μου αναφέρουν ότι ο μισθός μου έχει ανεβεί και εγώ αρχίζω να χοροπηδώ γύρω γύρω τρελός από χαρά, αλλά σταματάω απότομα όταν το τηλέφωνό μου χτυπάει πάλι. Είναι η μητέρα μου και μου αναφέρει πως η αδελφή μου έχει αρρωστήσει βαριά.

Στενοχωρήθηκα πολύ, παρόλη την αύξηση που πήρα. Τότε, ένα μικρό σημάδι που απεικόνιζε τον ήλιο στην χρυσή οθόνη, άλλαξε σε γκρίζο συννεφάκι και στην οθόνη εμφανίστηκε ένα μήνυμα πως θα πέσω από τις σκάλες. Σκεπτόμενος το νέο μήνυμα της οθόνης, κατευθύνομαι προς το παράθυρο του δεύτερου ορόφου του σπιτιού μου. Κοιτάζω έξω και παρατηρώ πως κάποια σύννεφα κινούνται πολύ γρήγορα σκεπάζοντας τον ήλιο. Έχοντας μισοξεχάσει το μήνυμα, παραπατάω, σκοντάφτω και πέφτω τις σκάλες. Λιποθύμησα αμέσως από τον οξύ πόνο στο πόδι μου.

Όταν ξύπνησα, είχε βραδιάσει. Πήγα να δω αν μου προμήνυε κάτι καινούριο η οθόνη αλλά όταν κοίταξα προς το μέρος που θα έπρεπε να βρίσκεται, δεν είδα οθόνη, αλλά ένα σκέτο κουτί. Τέλος μιας ασυνήθιστης μέρας. Γυρίζω αργά στο δωμάτιό μου και ξαπλώνω κατευθείαν στο κρεβάτι.

Άγγελος Μέτσια, Γ4

Μια φορά σε ένα βουνό ζούσε ένας μοναχός που είχε μια ιδιαίτερη σχέση με τη φύση και τα ζώα που ζούσαν στην περιοχή. Είχε έναν αδερφό που ήταν πολύ άρρωστος και δεν ήξερε πώς να τον βοηθήσει.

Κάποιο βράδυ, καθώς κοιμόταν στο σπίτι του, ξύπνησε από έναν θόρυβο που ακούστηκε απέξω. Όταν βγήκε έξω, είδε μια μεγάλη αρκούδα που ζητούσε βοήθεια. Ο μοναχός δεν ήξερε τι να κάνει, αλλά η αρκούδα τον κοιτούσε τα μάτια και ήταν σαν να του μιλούσε. Του είπε ότι είχε μια αποστολή που έπρεπε να εκπληρώσει και χρειαζόταν τη βοήθειά του για να βρει το χάρτη που ήταν απαραίτητος.

Ο μοναχός αποφάσισε να βοηθήσει την αρκούδα και μαζί ξεκίνησαν ένα ταξίδι στα βουνά. Κατά την διάρκεια του ταξιδιού, ο μοναχός και η αρκούδα συνάντησαν πολλά άλλα ζώα και επισκέφτηκαν μαγευτικά τοπία. Μετά από μερικές μέρες, ο μοναχός και η αρκούδα έφτασαν σε ένα μυστηριώδες σπήλαιο στο οποίο βρήκαν έναν αρχαίο χάρτη ο οποίος οδηγούσε σε έναν κήπο με λουλούδια. Όταν έφταναν εκεί, ο μοναχός μάζεψε λουλούδια από όλα τα χρώματα για να τα πάει στον άρρωστο αδελφό του.

Όταν έφτασαν, ο μοναχός μπήκε μέσα και καθώς μάζευε τα λουλούδια οι φύλακες τον κατάλαβαν και αυτός άρχισε να τρέχει, μέχρι που ξαφνικά βγήκε η αρκούδα και τους τρόμαξε τόσο πολύ, που γύρισαν πίσω. Ύστερα από μερικές μέρες κατάφεραν να φτάσουν στο σπίτι του αδερφού του μοναχού, μετά από πολλές ευχάριστες και δυσάρεστες εκπλήξεις που επιφύλαξε η διαδρομή αυτή. Αφού έδωσαν τα λουλούδια στον αδερφό του μοναχού, αυτός έγινε αμέσως καλά.

© 2023-2024 2ο Πρότυπο Γυμνάσιο Αθηνών
Υλοποιήθηκε από τη Webnode Cookies
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε